Οι ανεκτίμητες στιγμές φορούν vintage ρούχα…



Είναι κι εκείνες οι στιγμές που αναπολείς τη ψυχική σου ηρεμία, τους γνήσιους ανθρώπους δίπλα σου και τη μοναδικότητα της στιγμής που την προσπερνάς αδιάφορα στο παρόν και μόνο όταν εκείνη αγγίξει το παρελθόν γυρνάς να την αναζητήσεις!

Περίεργη η φύση του ανθρώπου!

Ποτέ δεν εκτιμά το «τώρα». Λες κι η ζωή είναι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Κι όλα κρίνονται στον χρόνο παλαίωσης. Μόνο όταν η στιγμή αποκτήσει παλαιότητα αποκτά κι αξία.

Μύθος!

Όταν ο χρόνος σού κλέψει την στιγμή μέσα από τα χέρια σου, μην την αναζητήσεις στο «πριν». Μη γυρίσεις πίσω.

Να σου πω μια αλήθεια που πονάει;

Πάει το τρένο. Το έχασες. Τι νόημα έχει να την αναζητήσεις τώρα αφού δεν σου ανήκει πια; Δεν είναι δική σου. Ήταν κάποτε. Μα εσύ δεν εκτίμησες την παρουσία της δίπλα σου. Τη θεώρησες δεδομένη. Και τότε είναι που την έχασες.

Αυτή είναι η μαγεία της ζωής άλλωστε. Να έχει τη γεύση του κόκκινου κρασιού πινό νουάρ, το χρώμα του μαύρου κουκουναριού και το άρωμα αφρωδών οίνων.

Μα… το κρασί δεν διαρκεί για πάντα. Λήγει. Η γεύση του χαλάει και το άρωμά του ξινίζει. Μόνο το χρώμα του μένει αναλλοίωτο.

Εκτός… εκτός από κάποια μαύρα στίγματα που κάνουν την εμφάνισή τους στον πάτο της φιάλης και είναι δυσάρεστα στην όψη.

Μάντεψε!

Είναι οι ψηφίδες της ευτυχίας που είχες κάποτε κι αρχίζουν να εξαφανίζονται γιατί της έκλεψε ο χρόνος.

Μην τα ρίχνουμε όλα στον χρόνο όμως, έτσι; Τη δουλειά του κάνει κι αυτός. Ας μην είμαστε ευθυνόφοβοι. Εμείς φταίμε. Ξεκάθαρα.

Όταν δεν εκτιμούμε την ευτυχία που έχει κουρνιάσει δίπλα μας αναζητώντας ένα χάδι, αλλά εμείς δικαιολογούμε την αδικαιολόγητη ακινησία μας στο ότι εκείνη τη στιγμή φοράμε στα χέρια μας γάντια εργασίας…. και δεν σκεφτόμαστε εκείνη τη στιγμή πως μπορούμε να δώσουμε χάδι και με την ψυχή, ακόμα κι όταν είναι δεμένα τα χέρια μας… Ποιος φταίει, τότε; Ο χρόνος αναμονής της ευτυχίας ή ο δικός μας χρόνος καθυστέρησης να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά της;

Θα μου πείτε «Κι όταν είμαστε εμείς η ευτυχία στη ζωή του άλλου; Πόσο να σταθούμε στο πλάι του όταν η εκτίμηση είναι απούσα;»

Θα σας απαντούσα «Όσο αντέξουμε. Όσο το έχουμε εμείς ανάγκη».
Όσο έχουμε ανάγκη να προσφερόμαστε, να χαριζόμαστε, να δινόμαστε. Όσο αυτή η δοτικότητα μάς κάνει κι εμάς ευτυχισμένους.

Κι αν, όσο γεμίζουμε τον άλλον, νιώθουμε εμείς πλήρεις, μένουμε. Αν όμως αισθανθούμε στερημένοι, άδειοι, κενοί… τότε φεύγουμε. Κι όχι άδειοι επειδή εμείς οικιοθελώς προσφέραμε όλο μας τον εαυτό. Αλλά επειδή ο άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε είναι αυτός, εραστής, φίλος, συνοδοιπόρος στη ζωή, μας αδειάσει εντελώς χωρίς οίκτο. Κι έπειτα μας ρίξει μια κλωτσιά για να προχωρήσει μπροστά αδιάφορα. Γιατί δεν εκτίμησε, δεν έδωσε ευτυχία παρά μόνο πήρε. Κι ίσως κάποια στιγμή να καταλάβει τι έχασε.

Μα τότε θα είναι αργά.

Όταν οι ανεκτίμητες στιγμές ντυθούν με vintage ρούχα, τότε σημαίνει πως εσύ άργησες να τις εκτιμήσεις κι όχι ότι εκείνες έφυγαν νωρίς….

«Μου’ πες θα φύγω χτες το βράδυ ξαφνικά. Απλώς κουράστηκα, δεν φταίω για όλα αυτά…» , τραγουδάει ο Παύλος Σιδηρόπουλος.

Κλείνω το ραδιόφωνο. Κρύβω τα δακρυσμένα μου μάτια πίσω από τα μαύρα γυαλιά, παίρνω την τσάντα μου μα όχι τα κλειδιά. Δεν πρόκειται να μου χρειαστούν.


Και φεύγω….

Σχολιάστε