Βροχή στο παράθυρο


Κοιτάζω έξω. Τα δάκρυα του ουρανού έχουν καλύψει σχεδόν όλη την επιφάνεια του τζαμιού. Τα μάτια μου, καρφωμένα στη φωτεινή επιγραφή στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μία σταγόνα βροχής έτρεχε πάνω στο τζάμι χωρίζοντας τη λέξη της επιγραφής στη μέση.

Ποτέ δεν κατάλαβα τον τρόπο σκέψης του επιχειρηματία που αποφάσισε να ονομάσει έτσι το κατάστημα του. Για μια στιγμή, το μυαλό μου πήγε στο βιβλίο «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλλερ. Δεν ήταν αβάσιμος συσχετισμός. Κρίνοντας από τη φωτεινή λέξη πάνω στην επιγραφή…

Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου. Ίσως γιατί το άγγιγμα αυτής της λέξης άφηνε το αποτύπωμά της μέσα μου. Κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα εσένα.

Είδες τι κάνει αυτός ο συνειρμός σκέψεων; Με τη λέξη «άγγιγμα» σκέφτηκα το δικό σου χάδι στην ψυχή μου.

Μου λείπεις.

Για την ακρίβεια, μου λείπεις αφόρητα.

Δύο σταγόνες κατρακύλησαν στο πρόσωπο μου. Τις σκούπισα με την ανάστροφη του χεριού. Από πότε η βροχή είναι καυτή;

Την ίδια στιγμή που γεννήθηκε αυτή η απορία μέσα μου, διαπίστωσα ότι το τζάμι του παραθύρου ήταν πάντοτε κλειστό. Αποκλείεται αυτό που έλουσε νωρίτερα τα μάγουλα μου να ήταν σταγόνες βροχής.

Δύο νέες σταγόνες άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Καυτά δάκρυα. Σαν κι αυτά που έτρεξαν πάνω στο πρόσωπο μου πριν. Αυτή τη φορά δεν τα σκούπισα. Τα άφησα να τρέξουν. Για να δούμε, πού θα καταλήξουν, άραγε;

Ένιωθα να χαράζουν την πορεία τους πάνω στο δέρμα μου. Η επιδερμίδα μου αδιάβροχο χαρτί. Οι πόροι σφραγισμένοι. Δεν ήθελαν να ρουφήξουν μέσα τους ξανά τον ίδιο πόνο.

Μου λείπεις.

Μου λείπεις αφόρητα.

Κι εγώ ξερνώ το δικό μου σκοτάδι μέσα από τα δάκρυα του ουρανού και τα δικά μου. Καταπίνω με δυσκολία τον κόμπο που έχει φράξει τον λαιμό μου.

Έναν κόμπο συνονθύλευμα με όλα όσα θέλω να αποβάλλω από μέσα μου.

Καταπίνω πίκρες

Καταπίνω εγωισμούς

Καταπίνω φόβους

Καταπίνω ηττοπάθεια

Καταπίνω ντροπή

Καταπίνω λύπη

Καταπίνω οργή …

Και τα δάκρυα γίνονται ορμητικό ποτάμι μέσα μου.

Ανοίγω το παράθυρο και βγαίνω έξω στη βροχή. Θα μπορέσει, άραγε, να ξεπλύνει το αίμα από τις πληγές; Τι κι αν δεν είναι ορατές και βρίσκονται μόνο μέσα μου;

Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά. Κοιτάζω τον ανοιχτό ουρανό με μάτια κλειστά. Φοβάμαι να τ’ ανοίξω. Κι αν αυτό που κοιτάξω κατάματα με τρομάξει;

Τη δική μου απουσία μέσα σ’ ένα άδειο σώμα. Σαρκίο κενό από ψυχή.

Πού πήγε η ψυχή μου; Πότε έφυγε; Πότε την έχασα; Ή μήπως την έδιωξα εγώ η ίδια; Αφήνεις κάποιον που αγαπάς να φύγει από κοντά σου; Αν θες την ευτυχία του, ναι.

Τι να με κάνεις εμένα;

Σαρκίο κενό από ψυχή. Αυτό είμαι. Αυτό έμεινε από εμένα. Σε αγαπούσα. Γι ‘ αυτό σε έδιωξα από κοντά μου. Σε ξερίζωσα από μέσα μου και σε πέταξα μακριά να σωθείς. Έβγαλες φτερά. Πέταξες.

Κοιτάζω ψηλά μα δεν σε βρίσκω!!!

Μου λείπεις!

Μου λείπεις αφάνταστα!!

Πού είσαι, παλιέ μου εαυτέ;;!!

Πού έχεις πάει;;

Βγάζω μια κραυγή. Ταξιδεύει παρέα με τους ήχους της βροχής.

Μπαίνω μέσα. Κλείνω το παράθυρο. Κοιτάζω μέσα από το τζάμι. Μέσα από τις σταγόνες της βροχής διαβάζω ξανά τη φωτεινή επιγραφή στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πίσω από αυτή διακρίνω τη δική μου θολή αντανάκλαση στο τζάμι. Η βρεγμένη επιφάνειά του αλλοιώνει τα δικά μου χαρακτηριστικά. Βλέπω τα μάτια μου να έχουν καθοδική πορεία σα να λιώνουν από τη ζέστη. Και τότε…

Η φωτεινή επιγραφή αρχίζει να αναβοσβήνει. Το αδύναμο φως της παλεύει να παραμείνει ανοιχτό.

Τη διαβάζω ξανά. Φωναχτά αυτή τη φορά.

Ξανά.

Πιο δυνατά.

Ακόμα πιο δυνατά.

Ξανά.

Ξανά.

Ξανά.

Μία λέξη που ποτέ δεν κατάλαβα πώς κατέληξε να γίνει μια φωτεινή επιγραφή απέναντι από το παράθυρό μου.

Ήταν η λέξη…

ΥΠΑΡΧΩ

Μα έσβησε απότομα.

© Μαρία Δαμιανάκου

Σχολιάστε