«Το Πράσινο Χαρτάκι – Μαρία Δαμιανάκου
* * * * * * *
Είναι κάποια βιβλία που τα διαβάζεις και μόλις τα τελειώσεις λες Ουάου, άξιζε να το διαβάσω, κάτσε να δω τι άλλο έχει γράψει ο / η συγγραφέας. Έπειτα διαβάζεις και ένα δεύτερο βιβλίου του / της ιδίου και ξαναλές αυτό το Ουάου. Στο τρίτο βιβλίο δεν επαναλαμβάνεις απλώς αυτά τα φωνηέντα. Μονάχα απολαμβάνεις το βιβλίο.
Κάπως έτσι αισθάνθηκα κι εγώ μόλις παρέλαβα το βιβλίο «Το Πράσινο Χαρτάκι», της Μαρίας Δαμιανάκου. Για την ακρίβεια, ούτε καν διάβασα τη περίληψη. Μπήκα κατευθείαν στο κείμενο. Ήμουν βέβαιος εξ αρχής ότι δεν θα μετάνιωνα για τον αναγνωστικό μου χρόνο (μπρρρρ, με πόσα βιβλία έχω σιχτιρήσειιιι που δαπάνησα ώρες και ώρες με την άσκοπη ανάγνωσή τους…) και φυσικά η συγγραφέας δεν με διέψευσε.
Το «Πράσινο Χαρτάκι» είναι το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Δαμιανάκου και ειλικρινά μετανιώνω που δεν το είχα διαβάσει τόσο καιρό. Το πρώτο που κοίταξα μόλις το πήρα ήταν το βιογραφικό της: «Λάτρης των ιστοριών τρόμου». Οκ, εδώ είμαστε, λέω. Μετά ξανακοίταξα τη φωτογραφία στο εξώφυλλο. Λίγο από Objection Overruled, των Accept, λίγο από St. Anger, των Metallica και η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη να το διαβάσω. Πολυλογία τέλος και μπαίνουμε στην ουσία.
Ένα κλασικό ζευγάρι. Αγαπιούνται, παντρεμένοι εφτά χρόνια, περνάνε καλά, υπάρχει ο ένας για να συμπληρώνει τον άλλον, αλλά και για να του καλύπτει τις αδυναμίες. Πράγματα συνηθισμένα, ως και πληκτικά κοινότυπα. Όμως αυτό που δίνει μια ιδιαίτερη πινελιά στην καθημερινή τους επαφή και σχέση είναι η μεταξύ τους επικοινωνία μέσω μηνυμάτων σε χαρτάκια. Φεύγει ο ένας, αφήνει γραπτό σημείωμα για τον άλλον στο αδειανό του μαξιλάρι. Φεύγει ο άλλος, πράττει κάτι αντίστοιχο με σημείωμα που το κολλάει πίσω από ένα μαγνητάκι του ψυγείου.
Η κοπέλα, η Αγνή, λατρεύει να διαβάζει βιβλία. Όχι σε ηλεκτρονική μορφή και αηδίες (Γιεςςςς). Θέλει να τα αγγίζει, να τα ανοίγει, να μυρίζει την κόλλα στη ράχη και την παλαιότητά τους, και κατόπιν να απολαμβάνει τις ιστορίες τους.
Ο άντρας, ο Λευτέρης, λάτρης της τεχνολογίας (Χμμμμ…). Είναι το μόνο σημείο που φαινομενικά διαφωνούν. Ώσπου φτάνει η Κυριακή.
Πρωί.
Κανένας τους δεν δουλεύει. Θα πάνε βόλτα για καφέ στο Μοναστηράκι. Στην ίδια καφετέρια κάθε φορά, στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια ομπρέλα. Χρόνια τώρα αυτό γίνεται. Και μετά βόλτα στα παλαιοβιβλιοπωλεία της περιοχής (ΑΧΝΕ!!!)
Φτάνει η ώρα των παλαιοβιβλιοπωλείων. Βασικά έγιναν κι άλλα ενδιάμεσα, αλλά βιαζόμουν να δω αυτή την σκηνή.
Ιούλιος τώρα. Βράζει ο τόπος (σιιιτ. Όχι το κάθισε, το άλλο). Άντε και φύγανε από το μαγαζί, εκείνο με την ίδια ομπρέλα. Φτάνουν στο «γνωστό» παλαιοβιβλιοπωλείο. Μπαίνουν μέσα (το μεγαλύτερο «Γιεςςςςς» του βιβλιου για μένα).
Ξαφνική αλλαγή φωτισμού (την αισθάνθηκα, ειλικρινά το λέω). Σκοτάδι. Όμορφο σκοτάδι. Λυτρωτικό. Γεμάτο μυρωδιές. Κλεισούρα, κόκκοι σκόνης που αιωρούνται, αίσθηση του χρόνου που περνάει δίχως να το καταλάβεις, κόλλα των βιβλίων στις ράχες, παλαιότητα, Παράδεισος. Είναι οι στιγμές που διαπιστώνεις για πολλοστή φορά ότι το διάβασμα δεν είναι απλά ένα χόμπι, αλλά μια ανάγκη.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην πρώτη από τις αρκετές σκηνές του βιβλίου που προσωπικά ταυτίστηκα:
«Αποφάσισε λοιπόν να αγοράσει ένα από αυτά (τα βιβλία). Δεν μπορούσε βέβαια να αγοράσει όλη τη στοίβα που κρατούσε στα χέρια της… Άφησε τους υπόλοιπους τίτλους για την επόμενη φορά»
Τελικά αγόρασε πέντε βιβλία. Τέσσερα και ένα ακόμα. Αστυνομικό, αυτό το «ένα ακόμα». Ο τίτλος του: «Ίχνη Αίματος». Ούτε που κατάλαβε γιατί το πήρε, δεδομένου ότι δεν διάβαζε τέτοιου είδους μυθιστορήματα. Η παιδική της αφέλεια ίσως έκανε και εδώ το θαύμα της.
Όχι «ίσως», τελικά…
Η Αγνή είναι πεισματάρα. Ο Λευτέρης είναι υπερπροστατευτικός. Η Αγνή τον λατρεύει. Ο Λευτέρης το εκμεταλλεύεται. Και κάπου εκεί…
Η Κυριακή τελειώνει. Έχουν κυλήσει τα πάντα ρόδινα. Υπέροχα, φανταστικά, σαν ουτοπικός πρόλογος σε αμερικανιά του ’80, όπου όλα είναι σούπερ ντούπερ. Και σκάει η Δευτερούλαααα…
Ξημερώματα. Εκεί που χτυπάει το γαμωξυπνητήρι…
Ο Λευτέρης ξυπνάει βιαστικός. Και αγχωμένος. Και νευρικός. Και κρυφτείτεμησασδώ. Βασικά τα ξέρει όλα αυτά η κακομοίρα η Αγνή. Έχει ζήσει και πολύ χειρότερα. Όπως έναν πατέρα που τους εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή, μια μάνα που πέθανε εξαιτίας του και ένα γενικότερο περιβάλλον γ@μησέ τα.
(Τι άλλο; Πόσο χειρότερα;…)
Μέσα σε χρόνο de-te ο Λευτέρης έχει ντυθεί, έχει πιει μερικές γουλιές από τον καφέ του και έχει κοπανήσει με μίσος το φλιτζάνι στο τραπέζι. Εξαιρετική η περιγραφή της Αγνής που παρατηρεί τον καφέ που χύνεται από το τραπέζι, σαν ρυάκι αίματος.
Ο Λευτέρης φεύγει και κοπανάει πίσω του ΚΑΙ την εξώπορτα. Καιιιι η Αγνή μένει μόνη τηηηης. Βασικά πάντα ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος. Έτσι την έμαθε η ζωή. Θέλοντας και μη, η πρωταγωνίστριά μας έχει μάθει να αγαπάει την επιλεκτική μοναξιά, όχι απλώς να την αντέχει.
Στο σημείο αυτό, η συγγραφέας μάς παραθέτει μια υπέροχη σκιαγράφηση της εσωτερικής αναζήτησης και των υπαρξιακών ερωτημάτων των δύο πρωταγωνιστών μας. Η συμπάθεια μπερδεύεται εξαιρετικά με την οργή, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπρος σε ό,τι θα επακολουθήσει.
Τώρα η Αγνή αισθάνεται σαν φυλακισμένη. Μία και μόνη διέξοδος υπάρχει για αυτήν. Το διάβασμα. Πάει στη στοίβα με τα εκατοντάδες αδιάβαστα (πόσο εγώωω;;;). Το μάτι της πέφτει σε αυτά τα πέντε βιβλία που πήρε πρόσφατα από το παλαιοβιβλιοπωλείο. Διαλέγει ένα στην τύχη (χμμμ…):
«Ίχνη Αίματος».
Ξεκινάει να το διαβάζει. Φτάνει σε ένα κομβικό σημείο και σταματάει. Πρέπει να κάνει ένα διάλειμμα. Βασικά πρέπει να κάνει ηλεκτρική σκούπα (λατρεύω να ακούω τους ήχους της στο youtube, το βράδυ που κοιμάμαι…)
Καιιιιι βάζει την ηλεκτρική σκούπαααα.
Καιιιι βζζζζν ο χαρακτηριστικός ήχοοοοοος.
Καιιιι το βζζζζν γίνεται ξαφνικά βμπρρρρρρρρ (κάπως έτσι το φαντάστηκα, σόρι Μαρίαααα).
Καιιιιιι η σκούπα έχει προφανώς μπλοκάρειιιιι (ξανά σιιιτ. Εκείνο το άλλο, όχι το κάθισε).
Η Αγνή πάει να δει τι έχει γίνει. Πλησιάζει την άκρη της σκούπας (δε θυμάμαι πώς το λένε, ξανασόρι Μαρίαααα)
(Ευτυχώς ο Λευτέρης λείπει, σςςςςςςςςςς…)
Ένα πράσινο χαρτάκι. Τσαλακωμένο. Σαν μήνυμα σε μπουκάλι, χαμένο για χρόνια σε κάποιον ωκεανό. Η Αγνή το ανοίγει και το διαβάζει. Μια λέξη μόνο:
«ΒΟΗΘΕΙΑ!»
«Ήταν το ομορφότερο αίσθημα. Αυτό της επιλεκτικής μοναξιάς…»
Θέλοντας και μη, δεν γίνεται να μην αναφέρω… (από πού να ξεκινήσω…). Βασικά ξεκινάω…
Συνεχίζω (να απολαμβάνω…)
Γραφή ρεαλιστικότατη. Για την ακρίβεια, άψογη. Με μια πλοκή κινηματογραφικά κλιμακούμενη. Ξεκινώντας από στοιχεία που θεωρητικά οδηγούν σε ένα βαρετό βιβλίο αισθηματικού περιεχομένου. Όσο προχωράει όμως, αναρωτιέσαι ένα απροσδιόριστο: «Αλήθεια, τώρα; Πίσω από αυτές τις σελίδες κρυβόταν κάτι τόσο όμορφο;»
Η ιστορία κρύβει μέσα της ένα τόσο υπέροχο μυστήριο, όσο μόνο ένας μαέστρος της συγγραφής θα κατάφερνε να το αποδώσει με τέτοιο ρεαλιστικό τρόπο. Πλην όμως, αυτό που με συνεπήρε περισσότερο από όλα ήταν τα φλασμπάκ της συγγραφέως, που τόσο υπέροχα έχουν αποδοθεί, και μάλιστα σε καίρια σημεία. Μέσα από αυτά βλέπουμε τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε η πρωταγωνίστρια στην παιδική της ηλικία, από τις οποίες την συμπαθούμε ακόμα πιο πολύ…
Αντί όμως οι κακουχίες της ζωής, οι αναποδιές του πεπρωμένου και οι ατυχίες, να την ρίξουν στην κατάθλιψη, εκείνη επιμένει να δημιουργήσει μια ζωή αντάξια της ανθρώπινης υπόστασής της. Όχι όμως, απαραίτητα, και παραπλήσια της κοινής ζωής των ανθρώπων της εποχής της. Της εποχής μας. Του σήμερα. Εκεί που μονάχα οι ισχυροί ζουν, οι υπόλοιποι απλώς επιβιώνουν.
Έτσι, δε θα αργήσει η στιγμή που η Αγνή θα τεθεί αντιμέτωπη με την ίδια της την αισιοδοξία, αυτή που μέχρι πρότινος την κρατούσε ζωντανή. Οι εχθροί που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ξαφνικά είναι πολλοί. Η καθημερινότητά της, οι κάποτε θετικές σκέψεις της σχετικά με το παρόν και το μέλλον της, οι εφιάλτες της μοίρας της, οι αναποδιές του παρελθόντος της, για τις οποίες μονάχα η ίδια δεν ευθύνεται, μέχρι και ο σύζυγός της, ως και τα ίδια της τα βιβλία θα βρεθούν απέναντί της.
Η πλοκή της υπόθεσης είναι πραγματικά αριστοτεχνικά κλιμακούμενη, ξεκινώντας από ένα φαινομενικά βαρετό λαβ στόρι και καταλήγοντας σε μια δυνατή ιστορία μυστηρίου, με έντονα κοινωνικοδραματικά στοιχεία και μπόλικο σασπένς.
«Ήταν μια παλέτα χρωμάτων, που αντί για χρώματα υπήρχαν στιγμές…»
Τώρα, μάλλον περιττό θα ήταν να αναφέρω το πόοοοοσο πολύ λαχτάρησα να ξαναμυρίσω τα παλιά μου βιβλία, έπειτα από τις υπέροχες περιγραφές της συγγραφέως. Βασικά το έκανα, δεν κρύβομαι. Και μόλις άνοιξα τις ράχες τους, αφέθηκα να με παρασύρουν τα εκστατικά εκείνα αρώματα, που δυστυχώς κανένας δεν προνόησε να κλείσει σε ένα μπουκαλάκι. Εδώ θυμήθηκα την πολύ πολύ πολύ αγαπημένη μου ταινία «Η Ένατη Πύλη», με τον λατρεμένο Τζόνι Ντεπ.
Έχοντας πλέον ολοκληρώσει την ανάγνωση του τόσο υπέροχου αυτού βιβλίου, μπορώ επιτέλους να θυμηθώ εκ του ασφαλούς τα έντονα συναισθήματα που με διακατείχαν όσο το διάβαζα. Συμπόνια, αγανάκτηση, πόνος και ελπίδα για μια νέα αρχή, πιο δίκαιη, ελπίδα, ελπίδα και ελπίδα για τη συνέχεια, και στο τέλος οργή, ασφυξία, ταχυπαλμία, οργή και οργή.
Δεν το κρύβω ότι υπήρξαν και στιγμές που αποτραβήχτηκα από την ανάγνωση για να πάρω μια πιο φυσιολογική ανάσα. Ειδικά προς το τέλος, εκεί με τις γ@μάτες αποκαλύψεις και τις τρομερές ανατροπές.
Θα μπορούσα να γράφω για αιώνες ακόμα, σχετικά με αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, όμως…
Α, ναι! Μόλις το τέλειωσα έφυγα κατευθείαν για να τακτοποιήσω ξανά (για εκατοστή φορά περίπου) τα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το…
Α, και κάτι άλλο. Πολύ πολύ βασικό!
Πόνεσα, όσο σε λίγα βιβλία. Μιλάμε για πόνο ψυχής. Βαθύ πόνο, δίχως αντίδοτα, υπεκφυγές και π@π@ριές. Υπήρξαν κεφάλαια που τα διάβαζα και έπιανα το στομάχι μου να δω αν όντως υποφέρω όσο η πρωταγωνίστρια (και η συγγραφέας ίσως;…)
«Η μοίρα έχει δύο τρόπους για να μας συντρίβει. Απορρίπτοντας τις ευχές μας και κάνοντάς τες πραγματικότητα»
Τελειώνοντας η ιστορία, δεν έχω λόγια να αποτυπώσω το πόσο εκπληκτικά και ταυτόχρονα συνθλιπτικά αισθάνθηκα. Όχι ευχάριστα, ούτε δυσάρεστα. Δεν ξέρω πώς να το πω. Βασικά ξέρω, αλλά…
Ήταν ένας τρομακτικά όμορφος συνδυασμός πόνου και δυστυχίας, μαζί με λύτρωση. Μιας κατάστασης που ανάθεμα κι αν άξιζε να ζήσει η συμπαθέστατη πρωταγωνίστρια, αλλά και που τελικά ίσως να «έπρεπε» να βιώσει για το καλό (ή την καταστροφή;…) άλλων. Μιας κατάστασης που απεύχεσαι να ζήσει ως και ο χειρότερος εχθρός σου, αν όμως την κοιτάξεις καλύτερα, σαν καθρέφτης που αντικατοπτρίζει τα μάτια σου, πιθανόν και να ευχόσουν μια τέτοια στιγμή να προηγηθεί του επιθανάτιου ρόγχου σου.
Εκείνης της τελευταίας σου ανάσας που φοβάσαι ακόμα και να σκεφτείς τη στιγμή που θα έρθει.
Που εύχεσαι να έρθει, υπό προϋποθέσεις.
Που απεύχεσαι να έρθει…
Γιατί φοβάσαι…
Φοβάσαι διάφορα…
Όπως το να σε έχει εγκαταλείψει από μικρός ο πατέρας σου.
Ή να έχει πεθάνει από χρόνια.
Ή ακόμα καλύτερα, να μην είχες ποτέ πατέρα…
Υ.Σ.1: Ακόμα βρίσκομαι νοητά μέσα σε εκείνο το παλαιοβιβλιοπωλείο.
Υ.Σ.2: Τα αδιάβαστα βιβλία σε ξεχωριστό ράφι; Ξέρεις πόσα ράφια θέλω γι’ αυτό, Μαρία;
Υ.Σ.3: Αλήθεια, η πεταλούδα συμβολίζει την ψυχή;
Υ.Σ.4: Ο πλανόδιος στην πλατεία στο Μοναστηράκι, τελικά πουλούσε φράουλες ή μπάρες καρύδας;
Υ.Σ.5: Εκείνες οι πριγκίπισσες της αυγής, με μια LACTA στο χέρι…
«Αν σταματήσεις να ονειρεύεσαι, τότε τι μένει;»«
Παντελής Μαυρομμάτης